ἄμφ-ωτος

ἄμφ-ωτος

ἄμφ-ωτος (οὖς). zweiöhrig, zweihenkelig, Hom. einmal, Od. 22, 10 ἄλεισον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • άμφωτις — ἄμφωτις ( ιδος) και ἀμφωτὶς ( ίδος), η (Α) 1. μικρός κάδος με δύο λαβές 2. κάλυμμα για τα αφτιά, που φορούσαν οι νεαροί πυγμάχοι κατά τη διάρκεια τής άσκησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + οὖς, ὠτός] …   Dictionary of Greek

  • άμφωτος — ἄμφωτος, ον (Α) αυτός που έχει δύο αφτιά, δύο λαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + οὖς, ὠτός, πιθ. αντί *ἀμφόατος ή ώατος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”