- ἄ-ψογος
ἄ-ψογος, untadelig, untadelhaft, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-ψογος, untadelig, untadelhaft, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψόγος — blamable fault masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψόγος — ο, ΝΑ μομφή, κατάκριση, κατηγορία αρχ. 1. σφάλμα, ελάττωμα, ψεγάδι 2. φρ. α) «ψόγον ἔχω» και «ψόγον φέρω» κατακρίνομαι, κατηγορούμαι (Πλάτ.) β) «ψόγους ποιῶ» συνθέτω σατιρικούς στίχους (Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τού… … Dictionary of Greek
ψόγοι — ψόγος blamable fault masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψόγοις — ψόγος blamable fault masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψόγοισι — ψόγος blamable fault masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψόγον — ψόγος blamable fault masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψόγου — ψόγος blamable fault masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψόγους — ψόγος blamable fault masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψόγων — ψόγος blamable fault masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψόγῳ — ψόγος blamable fault masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόψογος — κακόψογος, ον (Α) αυτός που ψέγει, με κακία που κατηγορεί με μοχθηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ψογος (< ψόγος), πρβλ. πολύ ψογος, φιλό ψογος] … Dictionary of Greek