- ὄψημα
ὄψημα, τό, = ὄψον, Plut. Symp. 4, 1, in einer Stelle aus Plat. Rep., wo ἑψήματα steht; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὄψημα, τό, = ὄψον, Plut. Symp. 4, 1, in einer Stelle aus Plat. Rep., wo ἑψήματα steht; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όψημα — ὄψημα, τὸ (Α) [οψώμαι] το προσφάγι … Dictionary of Greek
ὄψημα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψημάτων — ὄψημα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ОПСОН — • Όψον (ο̉ψάριον, ο̉ψώνιον, όψημα), opsonium [obs], pulmentarium, все, что едят с хлебом, именно соль, оливки, сыр, капуста, орехи и т. п., но по преимуществу под этим названием разумели рыбу, мясо, а также зелень (ο̉ψάρια, ο̉ψήματα,… … Реальный словарь классических древностей
προσόψημα — ήματος, τὸ, ΜΑ καθετί που τρώγεται μαζί ή παράλληλα με το κυρίως γεύμα («ἐνίοτε δὲ ἐλαιῶν καὶ τῶν λιτοτάτων προσοψημάτων», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὄψημα «προσφάγι»] … Dictionary of Greek