- ἄ-ψηκτος
ἄ-ψηκτος, nicht abgerieben; κόϑορνος, ungegerbt, Ar. Lys. 657; κόμαι, ungestriegelt, ungekämmt, Ap. Rh. 3, 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-ψηκτος, nicht abgerieben; κόϑορνος, ungegerbt, Ar. Lys. 657; κόμαι, ungestriegelt, ungekämmt, Ap. Rh. 3, 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψηκτός — ή, όν, Α [ψήχω] φρ. «ψηκτὸς μόδιος» μόδιος*, γεμάτος ώς το στόμιο, χωρίς να σχηματίζεται σωρός (Στέφ. Βυζ.) … Dictionary of Greek
-τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως … Dictionary of Greek
ψάκτα — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) είδος πίτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. τού ψήχω* (πρβλ. ψηκτός), αλλά εμφανίζει, αντί τού αναμενόμενου αρχ. η τού θ., ᾱ μακρό (βλ. λ. ψήω)] … Dictionary of Greek