ἄ-ψεκτος

ἄ-ψεκτος

ἄ-ψεκτος, dasselbe, Theogn. 777.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψεκτός — blameworthy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψεκτός — ή, ό / ψεκτός, όν, ΝΑ [ψέγω] αξιόμεμπτος. επίρρ... ψεκτῶς Α με ψεκτό, αξιοκατάκριτο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • ψεκτά — ψεκτός blameworthy neut nom/voc/acc pl ψεκτά̱ , ψεκτός blameworthy fem nom/voc/acc dual ψεκτά̱ , ψεκτός blameworthy fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψεκτόν — ψεκτός blameworthy masc acc sg ψεκτός blameworthy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψεκταῖς — ψεκτός blameworthy fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψεκταί — ψεκτός blameworthy fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψεκτοτάτη — ψεκτός blameworthy fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψεκτοῖς — ψεκτός blameworthy masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψεκτοί — ψεκτός blameworthy masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψεκτοῦ — ψεκτός blameworthy masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψεκτούς — ψεκτός blameworthy masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”