- ὄψιχα
ὄψιχα, byzantinisch = ὀψέ, Hesych.; vgl. Lob. Phryn. 51.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὄψιχα, byzantinisch = ὀψέ, Hesych.; vgl. Lob. Phryn. 51.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οψίχα — ὀψίχα (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ὀψέ. Βυζάντιον». [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. ενός αμάρτυρου επιθ. *ὀψίχος (< ὀψέ + υποκορ. επίθημα ιχος, πρβλ. οσσ ίχος)] … Dictionary of Greek
οψέ — (ΑΜ ὀψέ, Α αιολ. τ. ὄψι) επίρρ. χρον. 1. μετά από πολύ χρόνο, αργά 2. σε προχωρημένη ώρα τής ημέρας, προς το βράδυ αρχ. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) μετά από αυτά, κατόπιν 2. «ὀψέ ποτε» (κατά τον Ησύχ.) «μόλις ποτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. ὀψ τού επιρρ.… … Dictionary of Greek