ἄ-ψευστος

ἄ-ψευστος

ἄ-ψευστος, = ἀψευδής, Plut. Artax. 28.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευκατάψευστος — εὐκατάψευστος, ον (Α) αυτός για τον οποίο μπορεί κάποιος να πει εύκολα ψέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα ψευστος (< κατα ψεύδομαι), πρβλ. α κατά ψευστος] …   Dictionary of Greek

  • ψευστώ — έω, Α ψεύδομαι, εξαπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ψευστός (πρβλ. ἄ ψευστος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”