ὄψις

ὄψις

ὄψις, ἡ (ΟΠ), das Sehen, der Anblick; πατρὸς φίλου ὄψιν ἀτυχϑείς, Il. 6, 468; auch ὄψει ἴδες, 20, 205; wie ὄψει δ' ἄλλοτε μέν μιν ἐνωπαδίως ἐςίδεσκεν, Od. 23, 94; das Antlitz, οἷ ὄψιν ἐειδόμενος, Pind. N. 10, 15; εἰς ὄψιν μολεῖν, Aesch. Pers. 179; εἰς ὄψιν ἥκεις, Ch. 213, wie εἰς ὀμμάτων ὄψιν περᾶν, Eur. Or. 512; εἶδον τὴν ὄψιν τὴν τῶν παιδικῶν ἀστράπτουσαν, Plat. Phaedr. 254 b; ὄψιν ἔχειν, einen Anblick gewähren, Xen. An. 5, 9, 9. – Das Sehen, die Wahrnehmung durch die Augen, ὄψις ἡμῖν ὀξυτάτη τῶν διὰ τοῦ σώματος ἔρχεται αἰσϑήσεων, Plat. Phaedr. 250 d; ἡ τῆς ὄψεως δύναμις, Rep. VII, 532 a; Ggstz τυφλότης, I, 353 c; ἐμπίπτοντα εἰς τὴν ὄψιν, Tim. 67 d; προφαίνειν τινὶ ἐς ὄψιν, Her. 4, 81; ἀπικέσϑαι ἐς ὄψιν τινί, 1, 136; u. so auch Sp., ὑπὸ τὴν ὄψιν τιϑέναι Pol. 3, 99, 7 (wie ὑπ' ὄψιν κειμένη S. Emp. adv. math. 7, 261); ὑπὸ τὴν ὄψιν λαμβάνειν, vor Augen stellen, 2, 28, 11; ἀ πὸ τῆς ὄψεως δοκεῖ, auf den ersten Anblick; ἐν ὄψει πάντων, vor Aller Augen, Luc. vit. auct. 10. – Das Schauspiel, φοβερά, ἀήϑης, Aesch. Pers. 48 Suppl. 562; ἡδεῖα, Eur. Or. 725; κοὐδὲν εἰς ὄψιν πλέον, Soph. Ai. 863, vgl. O. C. 583; u. die Augen selbst, πῶς ἔτλης σὰς ὄψεις μαρᾶναι, O. R. 1328; Ant. 52; auch in Prosa, Pol. 3, 79, 12. 12, 7, 3 u. Sp., ὄψεως λήμη, Plut. non posse 21. – Die Erscheinung, wie auch wir Gesicht sagen, ὄψεις ἔννυχοι Aesch. Prom. 648, vgl. Spt. 693 Pers. 510; Soph. El. 405; ἔννυχος, Eur. Hec. 72; ὄψιν εἶδε ἐν τῷ ὕπνῳ, Her. 3, 30 u. öfter, vgl. 8, 54. 7, 18; Plat. Phaed. 60 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • όψις — (I) ὄψις, ἡ (ΑΜ) βλ. όψη. (II) ὄψις, ὁ (Μ) ο όμηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. obses, idis «όμηρος» (< ob sedeo)] …   Dictionary of Greek

  • ὄψις — ὄψῑς , ὄψις aspect fem acc pl (epic doric ionic aeolic) ὄψις aspect fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄψεις — ὄψις aspect fem nom/voc pl (attic epic) ὄψις aspect fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄψι — ὄψις aspect fem voc sg ὄψῑ , ὄψις aspect fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄψεσι — ὄψις aspect fem dat pl ὄψος neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄψεσιν — ὄψις aspect fem dat pl ὄψος neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄψη — ὄψις aspect fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὄψος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὄψος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄψιας — ὄψις aspect fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄψιες — ὄψις aspect fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄψιν — ὄψις aspect fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκνοψις — κύκνοψις, εως, ὁ, ἡ (Α) αυτός που μοιάζει με κύκνο, που έχει όψη κύκνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + οψις (< ὄψις), πρβλ. γαλή οψις, λύκ οψις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”