ὄψιμος

ὄψιμος

ὄψιμος, poet, = ὄψιος, spät; ὀψιμώτατος σπόρος, dem πρώιμος entggstzt, Xen. Oec. 17, 4; τέρας, ein spät in Erfüllung gehendes Zeichen, Il. 2, 325; auch in sp. Prosa, vgl. Lob. Phryn. 52.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὄψιμος — late masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όψιμος — η, ο (Α ὄψιμος, η, ον) 1. αυτός που γεννιέται, γίνεται ή παράγεται μετά από το κατάλληλο και καθορισμένο χρονικό διάστημα, καθυστερημένα 2. (για καρπό) αυτός που ωριμάζει αργά νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που εκδηλώνεται με καθυστέρηση («όψιμο… …   Dictionary of Greek

  • όψιμος — η, ο αυτός που γίνεται, γεννιέται αργά, καθυστερημένα (αντίθ. πρώιμος): Όψιμη σπορά. – Όψιμο ενδιαφέρον. – Όψιμες ντομάτες κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀψιμωτέραις — ὄψιμος late fem dat comp pl ὀψιμωτέρᾱͅς , ὄψιμος late fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψίμως — ὄψιμος late adverbial ὄψιμος late masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄψιμον — ὄψιμος late masc/fem acc sg ὄψιμος late neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψιμωτάτου — ὄψιμος late masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψιμωτάτῳ — ὄψιμος late masc/neut dat superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψιμωτέρου — ὄψιμος late masc/neut gen comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψιμώτατος — ὄψιμος late masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψιμώτερα — ὄψιμος late neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”