- περι-αλγής
περι-αλγής, ές, um und um oder sehr Schmerz leidend, Ggstz von περιχαρής, Plat. Rep. V, 462 b; Nic. Th. 498 u. Sp., wie Plut. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-αλγής, ές, um und um oder sehr Schmerz leidend, Ggstz von περιχαρής, Plat. Rep. V, 462 b; Nic. Th. 498 u. Sp., wie Plut. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… … Dictionary of Greek
υπεραλγής — ές, Α 1. αυτός που προκαλεί έντονο άλγος, πολύ οδυνηρός 2. αυτός που νιώθει βαθιά οδύνη, που πονάει πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αλγής (< ἄλγος), πρβλ. ἐν αλγής, περι αλγής] … Dictionary of Greek
περιαλγής — ές, ΝΜΑ αυτός που αισθάνεται μεγάλο ψυχικό πόνο, ο πολύ θλιμμένος, περίλυπος αρχ. 1. αυτός που αισθάνεται δυνατό σωματικό πόνο 2. αυτός που προξενεί δυνατούς πόνους. επίρρ... περιαλγώς / περιαλγῶς ΝΜΑ με βαθιά θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αλγής… … Dictionary of Greek