περι-αλείφω

περι-αλείφω

περι-αλείφω (s. ἀλείφω), ringsum anstreichen, überziehen; πάντα ἔξωϑεν περιήλειψαν τὸν νεὼν ἀργύρῳ, Plat. Critia. 116 d; Theophr. u. Sp. übtr.; περιαλήλιπται καὶ καταπέπλασται σαρκίνοις ἐμφράγμασι, Plut. Symp. 9, 11, 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περιδεύω — Μ 1. βρέχω, νοτίζω κάτι ολόγυρα, από παντού, τελείως 2. αλείφω γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δεύω (Ι) «υγραίνω, βρέχω»] …   Dictionary of Greek

  • περικωνώ — έω, Α αλείφω κάτι ολόγυρα με πίσσα 2. φρ. «περικωνῶ τὰ ἐμβάδια» στιλβώνω, γυαλίζω τα υποδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κωνῶ «επιχρίω με πίσσα»] …   Dictionary of Greek

  • περιπηλώ — όω, Α επιχρίω κάτι ολόγυρα με πηλό με λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πηλῶ «επιχρίω, αλείφω με πηλό»] …   Dictionary of Greek

  • περιρρητινούμαι — έομαι, Α (αμφβλ. ανάγν.) καλύπτομαι γύρω γύρω από ρετσίνι, αλείφομαι με ρετσίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ῥητινῶ «αλείφω με ρετσίνι»] …   Dictionary of Greek

  • περιχρίω — ΝΜΑ χρίω, αλείφω κάτι ολόγυρα, σε όλη την επιφάνεια αρχ. περιχέω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χρίω «επαλείφω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”