- περι-αλείφω
περι-αλείφω (s. ἀλείφω), ringsum anstreichen, überziehen; πάντα ἔξωϑεν περιήλειψαν τὸν νεὼν ἀργύρῳ, Plat. Critia. 116 d; Theophr. u. Sp. übtr.; περιαλήλιπται καὶ καταπέπλασται σαρκίνοις ἐμφράγμασι, Plut. Symp. 9, 11, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.