- περι-βλύω
περι-βλύω, ringsum aufquellen, umsprudeln, umrauschen; κῠμα περιβλύει σπιλάδεσσιν, Ap. Rh. 4, 788; τινὶ λίμνην περιβλύσαι, Philostr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-βλύω, ringsum aufquellen, umsprudeln, umrauschen; κῠμα περιβλύει σπιλάδεσσιν, Ap. Rh. 4, 788; τινὶ λίμνην περιβλύσαι, Philostr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιβλύζω — και περιβλύω Α 1. πηγάζω, αναβλύζω ολόγυρα («γῆ... νάμασι περιβλύζουσα» γη που πλημμυρίζει από νερά, Αριστοτ.) 2. συντελώ στο να αναβλύσει κάτι ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βλύζω / βλύω «κοχλάζω, πλημμυρίζω»] … Dictionary of Greek