- περι-βλύζω
περι-βλύζω, = περιβλύω, νάμασι, Arist. mund. 5, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-βλύζω, = περιβλύω, νάμασι, Arist. mund. 5, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιβλύζω — και περιβλύω Α 1. πηγάζω, αναβλύζω ολόγυρα («γῆ... νάμασι περιβλύζουσα» γη που πλημμυρίζει από νερά, Αριστοτ.) 2. συντελώ στο να αναβλύσει κάτι ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βλύζω / βλύω «κοχλάζω, πλημμυρίζω»] … Dictionary of Greek