ὄτα

ὄτα

ὄτα, äol. = ὅτε.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ότα — (I) ὄτα (Α) (αιολ. τ.) βλ. ὅτε. (II) ὄτα και ὄττα (Α) (αττ. τ.) βλ. όσσα …   Dictionary of Greek

  • ὄτα — ὅτε when aeolic (indeclform conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄτ' — ὄτα , ὅτε when aeolic (indeclform conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Επικρατείας, Συμβούλιο της– — Ονομασία που φέρει σε διάφορες χώρες το ανώτατο δικαστήριο διοικητικής δικαιοσύνης, στο οποίο έχουν ανατεθεί κατά κανόνα, εκτός από τις καθαυτό δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, και γνωμοδοτικά καθήκοντα, ως συμβουλευτικού οργάνου της διοίκησης.… …   Dictionary of Greek

  • ότε — (I) (ΑΜ ὅτε Α δωρ. τ. ὅκα και ὅκκα, αιολ. τ. ὄτα) (χρον. σύνδ.) όταν, κατά τον χρόνο που, τότε που αρχ. Ι. 1. (μερικές φορές μεταβαίνει σε αιτιολογική σημασία) επειδή, διότι («ὅτε δὴ τοῡτο οὕτως ἔχει», Πλάτ.) 2. σπαν. τίθεται και αντί τού ώστε… …   Dictionary of Greek

  • Καποδίστρια, σχέδιο — Νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο καθορίζει τη νέα διοικητική διαίρεση της Ελλάδας, όπως αυτή ισχύει από τις αρχές του 1998. Ειδικότερα, με τον νόμο 2539/1997 (ΦΕΚ Α’ 244/4 12 1997) για τη «Συγκρότηση της Πρωτοβάθμιας Αυτοδιοίκησης» περιγράφονται οι… …   Dictionary of Greek

  • μεμαότα — μεμᾱότα , μέμαα perf part act neut nom/voc/acc pl (epic) μεμᾱότα , μέμαα perf part act masc acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Griego moderno — Griego Ελληνικά / Eliniká Hablado en  Grecia (11 millones)  Chipre …   Wikipedia Español

  • αλχημεία — Ψευδοεπιστήμη που ασκήθηκε κατά την τελευταία περίοδο της αρχαιότητας και τον Μεσαίωνα. Σκοπός της ήταν η μετατροπή οποιουδήποτε μετάλλου σε χρυσό, ενώ ορισμένοι κλάδοι της οδήγησαν σιγά σιγά στη σύγχρονη χημεία. Ετυμολογικά, η λέξη α. φαίνεται… …   Dictionary of Greek

  • χλίζω — Α (κατά τον Ησύχ.) «κεχλιδότα ἀνθοῡντα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αμάρτυρος τ. ενεστ. ενός ρ. το οποίο απαντά μόνο στη μτχ. παρακμ. κεχλιδ ότα και έχει σχηματιστεί από το θ. χλι δ τού ρ. χλιαίνω*] …   Dictionary of Greek

  • όσσα — I Παράκτιο όρος της ανατολικής Θεσσαλίας, συνέχεια στα Ν του Όλυμπου, από τον οποίο το χωρίζει η διαβρωσιγενής κοιλάδα των Τεμπών, που τη διαρρέει ο Πηνειός. Είναι επίσης γνωστό ως Κίσσαβος. Μια εγκάρσια κοιλάδα χωρίζει την Ό. σε δύο μέρη: στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”