- ἄ-τυμβος
ἄ-τυμβος, ohne Begräbniß, Luc. Cont. 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-τυμβος, ohne Begräbniß, Luc. Cont. 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τύμβος — sepulchral mound masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύμβος — Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν στην αρχαιότητα ο τάφος ενός ή πολλών ατόμων πάνω από τον οποίο συσσωρευόταν σωρός από χώμα. Συνήθως ήταν μεγαλοπρεπής τάφος ο οποίος έφερε το λεγόμενο σήμα, μια πέτρα δηλαδή ή πλάκα ή επιτύμβια στήλη. Η συνήθεια να … Dictionary of Greek
τύμβος — ο 1. μικρό ύψωμα χώματος πάνω σε τάφο, τούμπα. 2. μεγαλόπρεπος τάφος, μεγαλόπρεπο μνημείο: Ο τύμβος των πεσόντων στη μάχη. 3. επιτάφια πλάκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αλεξαντρόπολ, τύμβος — Σκυθικός βασιλικός τύμβος, από τους πλουσιότερους που έχουν έρθει στο φως. Βρέθηκε το 1852 στη Νικόπολη της Ουκρανίας και ανάγεται στον 3ο αι. π.Χ. Ο τύμβος είχε συληθεί από τα αρχαία χρόνια. Οι αρχαιολογικές έρευνες μαρτυρούν ότι o νεκρός… … Dictionary of Greek
τύμβε — τύμβος sepulchral mound masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύμβοι — τύμβος sepulchral mound masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύμβοιο — τύμβος sepulchral mound masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύμβοις — τύμβος sepulchral mound masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύμβοισι — τύμβος sepulchral mound masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύμβοισιν — τύμβος sepulchral mound masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύμβον — τύμβος sepulchral mound masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)