- ἁλι-κράτωρ
ἁλι-κράτωρ, = -κρείων, Meerbeherrscher, sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλι-κράτωρ, = -κρείων, Meerbeherrscher, sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλικράτωρ — ἁλικράτωρ ( ορος), ο (Μ) κύριος, άρχοντας τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + κράτωρ, (παράλληλος τ. τού τέρματος κρατὴς < κράτος < κρατῶ)] … Dictionary of Greek