ἁλι-κρήπις

ἁλι-κρήπις

ἁλι-κρήπις, γαῖα u. ἄρουρα, am Saume des Meeres gelegen, Nonn., z. B. D. 1, 289 [ῑ].


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεοκρήπις — θεοκρήπις, ιδος, ή (Α) (για πόλη ή κτίσμα) αυτή που ιδρύθηκε ή θεμελιώθηκε από θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κρήπις (< κρηπίς «βάση»), πρβλ. αλι κρήπις, εϋ κρήπις] …   Dictionary of Greek

  • αλικρήπις — ἁλικρήπις ( ιδος), ο, η (Α) αυτός που έχει τα θεμέλιά του στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + κρηπὶς «θεμέλιο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”