ἁλι-ερκής

ἁλι-ερκής

ἁλι-ερκής, ές, meerumzäunt, χώρα Pind. Ol. 8, 25; Ἰσϑμοῦ δειράς I. 1, 9; ὄχϑη P. 1, 18; γῆ Opp. H. 3, 175.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λινοερκής — λινοερκής, ές (Α) περιφραγμένος με δίχτια ή παγίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ερκής (< ἕρκος «εμπόδιο, φραγμός»), πρβλ. αλι ερκής, εν ερκής] …   Dictionary of Greek

  • αλιερκής — ἁλιερκής, ὲς (Α) αυτός που περιφράσσεται, που περιβάλλεται από θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ερκής (< ἕρκος «φραγμός») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”