- ἁλι-εργής
ἁλι-εργής, ές, im Meere arbeitend, von Fischern, Opp. H. 4, 635; nach E. M. = ἁλουργής, purpurn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλι-εργής, ές, im Meere arbeitend, von Fischern, Opp. H. 4, 635; nach E. M. = ἁλουργής, purpurn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευεργής — εὐεργής, ές (Α) 1. ο καλά επεξεργασμένος, ο καλά κατασκευασμένος (α. «εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου» β. «μία δ ἤγαγε νηῡς εὐεργής» γ. «ἀμφ ὤμοισιν ἔχουσ εὐεργέα λώπην» δ. «χρυσοῡ... εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα») 2. εύκολος στην κατεργασία 3. (για χειρουργική… … Dictionary of Greek
αλιεργής — ἁλιεργής, ὲς και ἁλιεργὸς (Α) 1. αυτός που εργάζεται στη θάλασσα, αλιευτικός 2. πορφυρός, ερυθρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι* (< ἅλς) + εργής, εργὸς < ἔργον] … Dictionary of Greek