- ἁλι-κρείων
ἁλι-κρείων, οντος, ὁ, dasselbe, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλι-κρείων, οντος, ὁ, dasselbe, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλικρείων — ἁλικρείων ( οντος), ο (Μ) ο αλικράτωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + κρείων «κυβερνήτης, κύριος»] … Dictionary of Greek