- ἁλι-πόρφυρος
ἁλι-πόρφυρος, meerpurpurn, mit ächtem Purpur gesäbir, Hom. dreimal, φάρεα Od. 13, 108, ἠλάκατα 6, 53. 306; – τάπητες Anacr. 35, 2; λίμνη Arion. 1, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλι-πόρφυρος, meerpurpurn, mit ächtem Purpur gesäbir, Hom. dreimal, φάρεα Od. 13, 108, ἠλάκατα 6, 53. 306; – τάπητες Anacr. 35, 2; λίμνη Arion. 1, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
sal- — sal English meaning: salt; salty water Deutsche Übersetzung: ‘salz, Seesalz” Grammatical information: nom. sal , sal d , sal i, sal u; gen. sal n és Note: Root sal : salt; salty water derived from Root sū ro , sou ro : salty,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
μελαμπόρφυρος — μελαμπόρφυρος, ον (Α) αυτός ο οποίος έχει χρώμα πορφυρό που μελανίζει, βαθύς πορφυρός, μαυροκόκκινος («μελαμπόρφυρον ἱμάτιον», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + πορφύρα (πρβλ. αλι πόρφυρος, παμ πόρφυρος)] … Dictionary of Greek
ευπόρφυρος — εὐπόρφυρος, ον (Α) αυτός που έχει λαμπρό πορφυρό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πορφυρος (< πορφύρα), πρβλ. αλι πόρφυρος] … Dictionary of Greek
αλίβαπτος — ἁλίβαπτος, ον (Α) 1. αυτός που βυθίστηκε ή πνίγηκε στη θάλασσα 2. που έχει το χρώμα τής θαλασσινής πορφύρας, πορφυρός, κόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + βαπτὸς < βάπτω «βυθίζω, βουτώ»] … Dictionary of Greek
αλιεργής — ἁλιεργής, ὲς και ἁλιεργὸς (Α) 1. αυτός που εργάζεται στη θάλασσα, αλιευτικός 2. πορφυρός, ερυθρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι* (< ἅλς) + εργής, εργὸς < ἔργον] … Dictionary of Greek
αλιπόρφυρος — ἁλιπόρφυρος, ον (Α) αυτός που έχει το χρώμα τής θαλασσινής πορφύρας, ολοπόρφυρος, κατακόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + πόρφυρος < πορφύρα] … Dictionary of Greek