- ἁλι-πτοίητος
ἁλι-πτοίητος, vom Meere gescheucht, Nonn. Dion. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλι-πτοίητος, vom Meere gescheucht, Nonn. Dion. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλιπτοίητος — ἁλιπτοίητος, ον (Α) αυτός που ταξιδεύει τρομοκρατημένος στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * + πτοιητός < πτοιῶ ( εω), επικ. τ. τού ρ. πτοῶ ( έω) «τρομάζω, εκφοβίζω»] … Dictionary of Greek