ἁλι-πόρος

ἁλι-πόρος

ἁλι-πόρος, durchs Meer gehend, Luc. Tragodop. 14.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κελευθοπόρος — κελευθοπόρος, ὁ (Α) επιγρ. οδοιπόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + πόρος (< πόρος «οδός, πέρασμα, θάλασσα»), πρβλ. αλι πόρος, οδοι πόρος] …   Dictionary of Greek

  • αλιπόρος — ἁλιπόρος, ον (Α) αυτός μέσα από τον οποίο ρέει η θάλασσα ή που διαπερνά τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + πόρος < πείρω «διαπερνώ, διασχίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”