- περι-βιβρώσκω
περι-βιβρώσκω (s. βιβρώσκω), rings umnagen, anfressen; Plut. adv. Stoic. 2; περιβεβρωμένοι τυροί, D. Sic. 2, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-βιβρώσκω (s. βιβρώσκω), rings umnagen, anfressen; Plut. adv. Stoic. 2; περιβεβρωμένοι τυροί, D. Sic. 2, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιβεβρωμένα — περί βιβρώσκω eat perf part mp neut nom/voc/acc pl περιβεβρωμένᾱ , περί βιβρώσκω eat perf part mp fem nom/voc/acc dual περιβεβρωμένᾱ , περί βιβρώσκω eat perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβεβρωμένον — περί βιβρώσκω eat perf part mp masc acc sg περί βιβρώσκω eat perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβεβρωμένων — περί βιβρώσκω eat perf part mp fem gen pl περί βιβρώσκω eat perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβιβρωσκομένων — περί βιβρώσκω eat pres part mp fem gen pl περί βιβρώσκω eat pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβεβρωκώς — περί βιβρώσκω eat perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβεβρωμένους — περί βιβρώσκω eat perf part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβιβρώσκειν — περί βιβρώσκω eat pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβρωθέν — περί βιβρώσκω eat aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβιβρώσκω — Α 1. κατατρώγω κάτι κυκλικά, δαγκώνω ολόγυρα 2. παθ. περιβιβρώσκομαι α) τρώγομαι γύρω γύρω β) κατατρώγομαι από πληγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βιβρώσκω «τρώω»] … Dictionary of Greek