- περι-μεμφής
περι-μεμφής, ές, sehr tadelnd, Arat. 109, v. l. πολυμεμφής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-μεμφής, ές, sehr tadelnd, Arat. 109, v. l. πολυμεμφής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιμεμφής — ές, Α αυτός που μέμφεται πολύ, φιλόψογος, φιλοκατήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μεμφής < μέμφομαι)] … Dictionary of Greek