- ὁμο-έστιος
ὁμο-έστιος, Heerd-, d. i. Hausgenosse; Plut. Svmp. 7, 4, 5; Pol. 2, 57, 7 v. l. für ὁμέστιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμο-έστιος, Heerd-, d. i. Hausgenosse; Plut. Svmp. 7, 4, 5; Pol. 2, 57, 7 v. l. für ὁμέστιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανέστιος — ον, ΑΜ αυτός που είναι με όλη την οικογένεια του, με όλο το νοικοκυριό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἑστία (πρβλ. ομο έστιος)] … Dictionary of Greek