- ὁμο-έτης
ὁμο-έτης, = ὁμῆλιξ, Schol. Arat. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμο-έτης, = ὁμῆλιξ, Schol. Arat. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οιέτης — οἰέτης, ες (Α) (ποιητ. τ. αντί ομοέτης) συνομήλικος, ισοετής («οἰέτεας ἵππους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ὀFετης < ὀ * (Ι) + έτης < ἔτος (πρβλ. ομο έτης), με μετρική έκταση τού ο σε οι . Τύπος με ο μαρτυρείται στη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχ … Dictionary of Greek