- περι-αμύνω
περι-αμύνω, ringsum vertheidigen, umschirmen, Plut. Alc. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-αμύνω, ringsum vertheidigen, umschirmen, Plut. Alc. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμύνομαι — (Α ἀμύνομαι και ἀμύνω) 1. βρίσκομαι σε άμυνα 2. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αποκρούω κάποιον, προφυλάσσομαι από κάποιον 3. υπερασπίζομαι κάποιον ή κάτι, προασπίζω, προστατεύω την ακεραιότητα του, δίνω μάχη, αγωνίζομαι γι’ αυτόν (για τις συντάξεις… … Dictionary of Greek