- ὁμο-γάστωρ
ὁμο-γάστωρ, ορος, dasselbe, Poll. 3, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμο-γάστωρ, ορος, dasselbe, Poll. 3, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευρυγάστωρ — ο (ΑΜ εὐρυγάστωρ, ορος, ὁ, ἡ) νεοελλ. σκουρόχρωμο έντομο που προσβάλλει τους τρυφερούς σπόρους τών δημητριακών μσν. αρχ. αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά, ο κοιλαράς (για τη θάλασσα) η απέραντη, αυτή που μπορεί να καλύψει πολλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ *… … Dictionary of Greek
ογάστωρ — ὀγάστωρ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁμογάστωρ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀ * (Ι) + γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. ομο γάστωρ] … Dictionary of Greek