- ὁμο-γάστριος
ὁμο-γάστριος, aus ein und demselben Mutterleibe, leiblicher Bruder od. Schwester; κασίγνητος, Il. 24, 47; Ἕκτορος, 21, 95; εὐνή, Maneth. 5, 206.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμο-γάστριος, aus ein und demselben Mutterleibe, leiblicher Bruder od. Schwester; κασίγνητος, Il. 24, 47; Ἕκτορος, 21, 95; εὐνή, Maneth. 5, 206.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετερογάστριος — (heterogaster). Έντομα της οικογένειας των λυγαϊδών, που συγκροτούν ιδιαίτερο γένος. Πρόκειται για μικρά έντομα, που ζουν κυρίως σε ημιορεινές περιοχές της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής. * * * ἑτερογάστριος, ον (Μ) (για αδέλφια) αυτός που… … Dictionary of Greek
ογάστριος — ὀγάστριος, ον (Α) ὁμογάοτριος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀ * (Ι) + γάστριος (< γαστήρ, γαστρός), πρβλ. ομο γάστριος] … Dictionary of Greek