- ἁμαξ-ήλατος
ἁμαξ-ήλατος, ἡ, sc. ὁδός, Fahrweg, Poll. 9, 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁμαξ-ήλατος, ἡ, sc. ὁδός, Fahrweg, Poll. 9, 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποινήλατος — ον, Α 1. αυτός που καταδιώκεται από τις Ποινές, από τις Ερινύες 2. αυτός τον οποίο οι Ερινύες εμβάλλουν σε κάποιον («ποινήλατος μανία», Σιμπλίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποινή + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. αμαξ ήλατος, με έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek