- ἁμαξ-ήρης
ἁμαξ-ήρης, ες, an den Wagen gefügt, ϑρόν ος, Wagensitz, Aesch. Ag. 1024; τρίβος, Landstraße, Eur. Or. 1251.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁμαξ-ήρης, ες, an den Wagen gefügt, ϑρόν ος, Wagensitz, Aesch. Ag. 1024; τρίβος, Landstraße, Eur. Or. 1251.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λειμωνήρης — λειμωνήρης, ες (Α) αυτός που ανήκει ή φυτρώνει σε λειμώνα («λειμωνήρης βοτάνη», λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < λειμών, ῶνος + κατάλ. ήρης (πρβλ. αμαξ ήρης, κλιν ήρης)] … Dictionary of Greek