οδαίος — ὁδαῑος, α, ον (ΑΜ [οδός] μσν. κατά τον Φώτ.) (για τον Ερμή) ενόδιος* αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὁδαῑα το φορτίο που μεταφέρει ο έμπορος, εμπορεύματα ή, κατ άλλους, εφόδια … Dictionary of Greek
ὁδαῖος — that for which a merchant travels masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδαῖον — ὁδαῖος that for which a merchant travels masc acc sg ὁδαῖος that for which a merchant travels neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδαῖα — ὁδαῖος that for which a merchant travels neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδαίων — ὁδαί̱ων , ὁδαῖος that for which a merchant travels fem gen pl ὁδαί̱ων , ὁδαῖος that for which a merchant travels masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
πρωκτόδαιο — το, Ν ζωολ. τμήμα τού εμβρυϊκού πεπτικού σωλήνα τών σπονδυλοζώων που σχηματίζει το πίσω μέρος τής αμαρικής αίθουσας και είναι εξωδερμικής προέλευσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. proctodaeum < πρωκτός + ὁδαῖος (< ὁδός)] … Dictionary of Greek