ἁμιλλητικός

ἁμιλλητικός

ἁμιλλητικός, zum Wettkampfe gehörig, Plat. Soph. 225 a, dem μαχητικός entggstzt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αμιλλητικός — ἁμιλλητικός, ή, όν (Α) αυτός που αναφέρεται στην άμιλλα ή ρέπει προς αυτήν, αγωνιστικός, ανταγωνιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμιλλῶμαι + παραγ. κατάλ. τικός] …   Dictionary of Greek

  • ἁμιλλητικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμιλλητικόν — ἁμιλλητικός of masc acc sg ἁμιλλητικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμιλλώμαι — ( άομαι) (Α αμιλλῶμαι) αγωνίζομαι, προσπαθώ να ξεπεράσω κάποιον, να φανώ ή να γίνω ανώτερος από αυτόν διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι νεοελλ. είμαι εφάμιλλος, ισάξιος με κάποιον ή κάτι αρχ. 1. εντείνω τις δυνάμεις μου για να πετύχω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”