- ἁμιλλητήρ
ἁμιλλητήρ, ῆρος, ὁ, Wettkämpfer, τροχοὶ ἡλίου, um die Wette eilende, s. τροχός, Soph. Ant. 1052; sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁμιλλητήρ, ῆρος, ὁ, Wettkämpfer, τροχοὶ ἡλίου, um die Wette eilende, s. τροχός, Soph. Ant. 1052; sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμιλλητήρ — ἁμιλλητὴρ ( ῆρος), ο (Α) αυτός που αμιλλάται, που συναγωνίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμιλλῶμαι + παραγ. κατάλ. τήρ. ΠΑΡ. αρχ. μσν. ἀμιλλητήριος] … Dictionary of Greek
ἁμιλλητῆρα — ἁμιλλητήρ racing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμιλλητῆρας — ἁμιλλητήρ racing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμιλλητῆρες — ἁμιλλητήρ racing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμιλλητῆρι — ἁμιλλητήρ racing masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμιλλητήριος — ἁμιλλητήριος, α, ον (AM) [ἁμιλλητήρ] αυτός που είναι σχετικός με την άμιλλα ή ρέπει προς την άμιλλα, ο αγωνιστικός 2. φιλόνικος, εριστικός … Dictionary of Greek
αμιλλώμαι — ( άομαι) (Α αμιλλῶμαι) αγωνίζομαι, προσπαθώ να ξεπεράσω κάποιον, να φανώ ή να γίνω ανώτερος από αυτόν διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι νεοελλ. είμαι εφάμιλλος, ισάξιος με κάποιον ή κάτι αρχ. 1. εντείνω τις δυνάμεις μου για να πετύχω… … Dictionary of Greek