- ὁμιχλ-ώδης
ὁμιχλ-ώδης, ες, nebelartig, wolkig, trübe; καὶ τὸ νοτερόν, Tim. Locr. 99 c; ἡμέρα, Pol. 3, 84, 1; ἀχλύς, 34, 11, 15; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμιχλ-ώδης, ες, nebelartig, wolkig, trübe; καὶ τὸ νοτερόν, Tim. Locr. 99 c; ἡμέρα, Pol. 3, 84, 1; ἀχλύς, 34, 11, 15; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.