- ὁμό-κλινος
ὁμό-κλινος, auf demselben Lager liegend, bei Tisch, Her. 9, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμό-κλινος, auf demselben Lager liegend, bei Tisch, Her. 9, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισόκλινος — η, ο ισοκλινής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κλινος (< κλίνη), πρβλ. ομό κλινος, πολύ κλινος] … Dictionary of Greek
πολύκλινος — ον, Α (για οικία) αυτός που έχει πολλές κλίνες ή πολλά ανάκλιντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλινος (< κλίνη), πρβλ. ομό κλινος] … Dictionary of Greek
σύγκλινος — η, ο / σύγκλινος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το σύγκλινο γεωλ. πτύχωση μεγάλου εύρους σε σχήμα U που περικλείει τα νεώτερα πετρώματα στο κέντρο τού σχηματισμού μσν. αρχ. αυτός που κοιμάται στην ίδια κλίνη με άλλον αρχ. αυτός που ξαπλώνει στο … Dictionary of Greek