ὁμό-κοιτος

ὁμό-κοιτος

ὁμό-κοιτος, zusammen liegend, -schlafend, Gatte, Gattinn, Heliod. 6, 8 u. a. Sp., wie Schol. Aesch. Pers. 686.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ημερόκοιτος — ἡμερόκοιτος, δωρ. τ. ἁμερόκοιτος, ον (Α) (για κλέφτες ή για νυχτερίδες) αυτός που κοιμάται την ημέρα για να μπορεί να κλέβει κατά τη νύχτα («μή ποτε σ ἡμερόκοιτος ἀνήρ ἀπὸ χρήμαθ ἕληται», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + κοιτος (< κοίτη),… …   Dictionary of Greek

  • ηώκοιτος — ἠώκοιτος, ό (Α) φρ. «ἠώκοιτος ὕπνος» πρωινός ύπνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηώς + κοιτος (< κοίτη) πρβλ. ά κοιτος, ομό κοιτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”