ὁμό-γλωσσος

ὁμό-γλωσσος

ὁμό-γλωσσος, att. -γλωττος, gleichsprachig, einerlei Sprache redend; τινί, Her. 1, 171. 2, 158; absolut, 8, 144; Xen. Cyr. 1, 1, 5; Sp., wie Luc. de salt. 64.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαριτογλωσσώ — χαριτογλωσσῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. χαριτογλωττῶ Α λέω γλυκά λόγια, μιλώ κολακευτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + γλωσσῶ (< γλωσσος < γλῶσσα), πρβλ. ὁμο γλωσσῶ / γλωττῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”