- ὁμό-γνητος
ὁμό-γνητος, = ὁμογενής, sp. D.; auch ὁμογνήτη, Orph. Arg. 1213; Man. 6, 117; Nonn. D. 37, 192.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμό-γνητος, = ὁμογενής, sp. D.; auch ὁμογνήτη, Orph. Arg. 1213; Man. 6, 117; Nonn. D. 37, 192.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
ĝen-1, ĝenǝ-, ĝnē-, ĝnō- — ĝen 1, ĝenǝ , ĝnē , ĝnō English meaning: to bear Deutsche Übersetzung: “erzeugen” Material: thematic present O.Ind. jánati “erzeugt, gebiert”, aLat. genō, Gk. γενέσθαι (ἐγένοντο = O.Ind. ajananta), compare O.Ir. genathar Konj … Proto-Indo-European etymological dictionary