ἀλήμων

ἀλήμων

ἀλήμων, ονος, ὁ, der Landstreicher, Hom. zweimal, Od. 19, 74 πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες ἄνδρες, 17, 376 ἦ οὐχ ἅλις ἧμιν ἀλήμονές εἰσι καὶ ἄλλοι, πτωχοὶ ἀνιηροί, δαιτῶν ἀπολυμαντῆρες;Sp. D.; – Adj. Col. 210 κέλευϑος ἀλ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αλήμων — ἀλήμων ( ονος), ο, η (Α) 1. αυτός που περιπλανιέται εδώ κι εκεί, πλάνητας 2. αυτός που παρεκτράπηκε, αμαρτωλός, αλήτης 3. πειρατής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλῶμαι «περιπλανώμαι». ΠΑΡ. αρχ. ἀλημοσύνη] …   Dictionary of Greek

  • ἀλήμων — wanderer masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλημόνων — ἀλήμων wanderer masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλήμονα — ἀλήμων wanderer masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλήμονας — ἀλήμων wanderer masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλήμονες — ἀλήμων wanderer masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλήμονι — ἀλήμων wanderer masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλήμονος — ἀλήμων wanderer masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλήμοσι — ἀλήμων wanderer masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλημοσύνη — ἀλημοσύνη, η (Α) [ἀλήμων]περιφορά, περιπλάνηση …   Dictionary of Greek

  • αλώμαι — ἀλῶμαι ( άομαι) (Α) 1. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι 2. περιπλανιέμαι μακριά από την πατρίδα, είμαι εκτοπισμένος, ζω στην εξορία 3. βρίσκομαι σε απορία, σε αδιέξοδο, είμαι αμήχανος, σαστισμένος 4. περιφέρομαι μακριά από κάποιον ή κάτι, μού λείπει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”