- ἀ-λήιος
ἀ-λήιος (λήιον), ohne Feld, unbegütert, Hom. zweimal, Iliad. 9, 125. 267 οὔ κεν ἀλήιος εἴη ἀνήρ, οὐδέ κεν ἀκτήμων χρυσοῖο, homerisch = sehr reich; vgl. πολυκτήμων πολυλήιος Iliad. 5, 613.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-λήιος (λήιον), ohne Feld, unbegütert, Hom. zweimal, Iliad. 9, 125. 267 οὔ κεν ἀλήιος εἴη ἀνήρ, οὐδέ κεν ἀκτήμων χρυσοῖο, homerisch = sehr reich; vgl. πολυκτήμων πολυλήιος Iliad. 5, 613.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυλήϊος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλά χωράφια με σιτηρά 2. αυτός που παράγει πολύ καρπό («πολυλήϊος ἄροσις», Άρατ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λήϊον «χωράφι με σιτηρά» (πρβλ. βαθυ λήϊος)] … Dictionary of Greek