ἀλήτης

ἀλήτης

ἀλήτης, ὁ (ἀλάομαι), herumschweifend, βίος Her. 3, 52. Gew. Subst., der Umherirrende, Bettler, Hom. Od. öfters, 14, 124 ἄνδρες ἀλῆται, 17, 578 κακὸς δ' αἰδοῖος ἀλήτης, 18, 25 Ἶρος ἀλήτης, 333. 393 Ἶρον τὸν ἀλήτην, 20, 377 ἐπίμαστον ἀλήτην, 21, 400 κακῶν ἔμπαιος ἀλήτης; – Aesch. Ag. 1255 Ch. 1038; Soph. oft, μακρῶν ἀλ. πόνων, der viel Anstrengungen durchlaufen, Ai. 872; verächtlich nur O. C. 953. Bei Eur. Heracl. 224 vom ἱκέτης. Oefter in Anth. u. sp. D.; auch Dion. H. 1, 58; Dio C. 63, 28.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ἀλήτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλήτης — wanderer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλήτης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Οικιστής της Κορίνθου, αρχηγός των Δωριέων που κατέλαβαν την πόλη από τους Σισυφίδες, και κατά μία παράδοση απόγονος των Φοινίκων μυθικών ηρώων που ονομάζονταν Τιτάνες ή Αλήται. Ήταν γιος του Ιππότη, τρισέγγονου του …   Dictionary of Greek

  • αλήτης — ο θηλ. ισσα αυτός που περιπλανιέται άσκοπα, αυτός που δεν έχει κατοικία και δουλειά: Τον έλεγαν αλήτη, αλλά δεν ήταν, γιατί ζητούσε δουλειά, μα δεν έβρισκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλᾶτα — ἀλήτης wanderer masc voc sg (doric) ἀλήτης wanderer masc nom sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλῆτα — ἀλήτης wanderer masc voc sg ἀλήτης wanderer masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄλητα — Ἀλήτης masc voc sg Ἀλήτης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλητῶν — Ἀλήτης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλήταις — Ἀλήτης masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλήταις — ἀλήτης wanderer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλήτην — Ἀλήτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”