- ἀ-θήρᾱτος
ἀ-θήρᾱτος, nicht zu fangen, Ael. H. A-1, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-θήρᾱτος, nicht zu fangen, Ael. H. A-1, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηρατός — θηρατός, ή, όν (Α) [θηρώ] 1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να συλλάβει 2. μτφ. αυτός που μπορεί κάποιος να επιτύχει («τὴν ἕξιν, ἧ τὰ καλά θηρατὰ γίγνεται τοῑς ἀνθρώποις», Πολυδ.) … Dictionary of Greek
θηρατός — to be caught masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρατούς — θηρατός to be caught masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθήρατος — εὐθήρατος, ον (ΑΜ, Α και ιων. τ. εὐθήρητος, ον) αυτός που θηρεύεται, συλλαμβάνεται ή κατακτάται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θηρατος (< θηρώ «κυνηγώ»), πρβλ. δορι θήρατος, δυσ θηρατος] … Dictionary of Greek
θηρατά — θηρᾱτά̱ , θηρατής hunter masc nom/voc/acc dual θηρᾱτά , θηρατής hunter masc voc sg θηρᾱτά , θηρατής hunter masc nom sg (epic) θηρατός to be caught neut nom/voc/acc pl θηρατά̱ , θηρατός to be caught fem nom/voc/acc dual θηρατά̱ , θηρατός to be… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοθήρατος — νεοθήρατος, ον (Α) (για ζώο) αυτός που θηρεύθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + θήρατος (< θηρῶ), πρβλ. ευ θήρατος] … Dictionary of Greek
θηρατῶν — θηρᾱτῶν , θηρατής hunter masc gen pl θηρατός to be caught fem gen pl θηρατός to be caught masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθήρατος — ἀθήρατος, ον (Α) αυτός που δεν πιάστηκε ή δεν μπορεί να πιαστεί σε κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θηρατὸς < θηρῶ] … Dictionary of Greek
θηρευτός — ή, ό (Α θηρευτός, ή, όν) [θηρεύω] θηρατός, θηρεύσιμος … Dictionary of Greek
θηρώ — θηρῶ, άω (Α) 1. κυνηγώ ή καταδιώκω άγρια ζώα, και συν. με τη σημ. τού συλλαμβάνω 2. (για ανθρώπους) συλλαμβάνω, καταλαμβάνω 3. αιχμαλωτίζω με τον τρόπο μου, με τα λόγια μου 4. μτφ. κυνηγώ, επιδιώκω, ζητώ να βρω κάτι 5. επιζητώ, προσπαθώ να κάνω… … Dictionary of Greek
θηραταῖς — θηρᾱταῖς , θηρατής hunter masc dat pl θηρατός to be caught fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)