- ἀ-θήρευτος
ἀ-θήρευτος, nicht gejagt, Xen. Cyr. 1, 4, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-θήρευτος, nicht gejagt, Xen. Cyr. 1, 4, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηρευτός — ή, ό (Α θηρευτός, ή, όν) [θηρεύω] θηρατός, θηρεύσιμος … Dictionary of Greek
θηρευτόν — θηρευτός masc acc sg θηρευτός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρευτά — θηρευτά̱ , θηρευτής hunter masc nom/voc/acc dual θηρευτής hunter masc voc sg θηρευτής hunter masc nom sg (epic) θηρευτός neut nom/voc/acc pl θηρευτά̱ , θηρευτός fem nom/voc/acc dual θηρευτά̱ , θηρευτός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοθήρευτος — ον (Α) νεοθήρατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + θήρευτος (< θηρεύω), πρβλ. αυτο θήρευτος] … Dictionary of Greek
θηρευτῶν — θηρευτής hunter masc gen pl θηρευτός fem gen pl θηρευτός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρεύω — (ΑΜ θηρεύω) 1. κυνηγώ, ασχολούμαι με το κυνήγι 2. μτφ. επιδιώκω, καταδιώκω, επιζητώ, γυρεύω να... («θηρεύειν κερδέων μέτρον», Πίνδ.) αρχ. 1. δελεάζω, προσελκύω 2. συλλαμβάνω 3. πλήττω («Τιτυόν βέλος θήρευσε», Πίνδ.) 4. (για τα χέρια ανθρώπου που… … Dictionary of Greek
θηρευταῖς — θηρευτής hunter masc dat pl θηρευτός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρευταί — θηρευτής hunter masc nom/voc pl θηρευτός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρευτοῦ — θηρευτής hunter masc gen sg θηρευτός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρευτάς — θηρευτά̱ς , θηρευτής hunter masc acc pl θηρευτά̱ς , θηρευτής hunter masc nom sg (epic doric aeolic) θηρευτά̱ς , θηρευτός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρευτῇ — θηρευτής hunter masc dat sg (attic epic ionic) θηρευτός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)