- ἀ-θαλπής
ἀ-θαλπής, ές, ohne Wärme, Nonn. oft. – Adv.ἀϑαλπέως, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-θαλπής, ές, ohne Wärme, Nonn. oft. – Adv.ἀϑαλπέως, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωθαλπής — ζωθαλπής, ές, θηλ. και ζώθαλπις, ιδος (Α) αυτός που θερμαίνει, που περιθάλπει τη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + θαλπης (< θάλπω), πρβλ. ηλιο θαλπής, πυρι θαλπής] … Dictionary of Greek
ηλιοθαλπής — ἡλιοθαλπής, ές (Α) αυτός που θερμαίνεται από τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἡλιο * + θαλπης (< θάλπος), πρβλ. δυσ θαλπής, πυρι θαλπής] … Dictionary of Greek
πολυθαλπής — ές, ΜΑ πολύ θαλπερός, πολύ θερμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θαλπής (< θάλπος, τό «θέρμη»), πρβλ. δυσ θαλπής, πυρι θαλπής] … Dictionary of Greek
χλιεροθαλπής — ές, Α χλιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλιαρός /χλιερός + θαλπής (< θάλπος < θάλπω), πρβλ. εὐ θαλπής, κακο θαλπής] … Dictionary of Greek
κακοθαλπής — κακοθαλπής, ές (Α) αυτός που δεν θερμαίνει καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θαλπής (< θάλπος), πρβλ. πολυ θαλπής] … Dictionary of Greek
περιθαλπής — ές, ΜΑ πολύ θερμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θαλπής (< θάλπος «ζεστασιά») πρβλ. δυσ θαλπής] … Dictionary of Greek
πυριθαλπής — ές, Α αυτός που θερμαίνεται στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + θαλπής (< θάλπος < θάλπω), πρβλ. ηλιο θαλπής] … Dictionary of Greek
χαιροθαλπής — ές, Α αυτός που προξενεί ευχάριστο αίσθημα θαλπωρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαίρω + θαλπής (< θάλπος < θάλπω), πρβλ. πυρι θαλπής] … Dictionary of Greek
ευθαλπής — εὐθαλπής, ές (Α) αυτός που θερμαίνει ευχάριστα («θέρους εὐθαλπέος ὥρῃ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θαλπής (< θάλπω)] … Dictionary of Greek
ζωοθαλπώ — ζωοθαλπῶ, έω (Α) θερμαίνω τη ζωή, τη δημιουργία, με τη θαλπωρή δημιουργώ ή συντηρώ τη ζωή («καὶ τὸ πνεῡμα ἐπεφέρετο τοῑς ὕδασι ζωοθαλποῡν», Διόδ. Ταρσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + θαλπώ (< θαλπής < θάλπος < θάλπω)] … Dictionary of Greek
θάλπος — ους, το (Α θάλπος, εος) θερμότητα, ζέστη («θάλπος ἐν χειμῶνι», Αισχύλ.) νεοελλ. θαλπωρή, ζεστασιά, εγκαρδιωση («το θάλπος τής μητρικής αγκαλιάς») αρχ. πυρετός ή οξύς διαπεραστικός πόνος («ἀφῆκα θυμῷ καρδίας τοξεύματα βέβαια, τῶν σὺ θάλπος οὐχ… … Dictionary of Greek