ἀ-θαμβής

ἀ-θαμβής

ἀ-θαμβής, ές, nicht staunend, furchtlos, ἔρως Mel. 91 (v, 177); σκότου Plut. Lyc. 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θάμβης — θαμβέω to be astounded imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαθαμβής — μεγαθαμβής, ές (Α) έκθαμβος, κατάπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + θαμβής (< θάμβος), πρβλ. πολυ θαμβής] …   Dictionary of Greek

  • περιθαμβής — ές, Α 1. έκθαμβος, θαμπωμένος από το ισχυρό φως 2. καταφοβισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * θαμβής (< θάμβος), πρβλ. πολυ θαμβής] …   Dictionary of Greek

  • πολυθαμβής — ές, ΜΑ πολύ έκθαμβος, πολύ κατάπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ** + θαμβής (< θάμβος, τό «κατάπληξη»), πρβλ. μεγα θαμβής] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”