- ἀλαζόνευμα
ἀλαζόνευμα, τό, Prahlerei, bes. Unwahrheit im Reden, neben ἀπάτη Aesch. 1, 178; vgl. 3, 238; Ar. Ach. 87.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλαζόνευμα, τό, Prahlerei, bes. Unwahrheit im Reden, neben ἀπάτη Aesch. 1, 178; vgl. 3, 238; Ar. Ach. 87.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλαζόνευμα — imposture neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλαζόνευμα — το (Α ἀλαζόνευμα) [ἀλαζονεύομαι] 1. πράξη αλαζονείας, εξαπάτηση με μεγάλα λόγια, κομπασμός, καύχηση 2. στον πληθ. τα αλαζονεύματα αερολογίες, ψευτιές, παχιά λόγια … Dictionary of Greek
ἀλαζονευμάτων — ἀλαζόνευμα imposture neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαζονεύμασιν — ἀλαζόνευμα imposture neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαζονεύματα — ἀλαζόνευμα imposture neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλαζονεύομαι — (Α ἀλαζονεύομαι) είμαι αλαζόνας, προσπαθώ να εμφανίζομαι ως σπουδαίος, υπερηφανεύομαι, κομπορρημονώ αρχ. υποκρίνομαι, προσποιούμαι, παριστάνω κάτι ψευδώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλαζών όνος. ΠΑΡ. αλαζονεία, αλαζόνευμα] … Dictionary of Greek