- ὀλβιό-δωρος
ὀλβιό-δωρος, Glück gebend, spendend, χϑών, Eur. Hipp. 750.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλβιό-δωρος, Glück gebend, spendend, χϑών, Eur. Hipp. 750.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωόδωρος — ζωόδωρος, ον (Μ) αυτός που δωρίζει τη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + δωρος (< δώρον), πρβλ. αγλαό δωρος, ολβιό δωρος] … Dictionary of Greek
καλλίδωρος — καλλίδωρος, ον (Α) αυτός που αποτελεί ωραίο δώρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + δωρος (< δῶρον), πρβλ. αγλαό δωρος, ολβιό δωρος] … Dictionary of Greek
φωτόδωρος — ον, Α εκκλ. φωτοδότης («φωτόδωρος παραίνεσις», Διον. Αρεοπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + δωρος (< δῶρον), πρβλ. μισθό δωρος, ὀλβιό δωρος] … Dictionary of Greek