- ὀλβιό-μοιρος
ὀλβιό-μοιρος, = ὀλβιοδαίμων, Orph. II. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλβιό-μοιρος, = ὀλβιοδαίμων, Orph. II. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόμοιρος — θεόμοιρος, ον (Α) αυτός που μετέχει στη θεία φύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μοιρος (< μοίρα), πρβλ. ά μοιρος, ολβιό μοιρος] … Dictionary of Greek
κακόμοιρος — η, ο (AM κακόμοιρος, ον) αυτός που έχει κακή μοίρα, δυστυχής, ταλαίπωρος, κακότυχος. επίρρ... κακόμοιρα άθλια, δυστυχισμένα, με κακόμοιρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. μονό μοιρος, ολβιό μοιρος] … Dictionary of Greek
ταχύμοιρος — ον, Α ταχύμορος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. ὀλβιό μοιρος] … Dictionary of Greek